ἀγγελία

ἀγγελία
ἀγγελία, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [suff] ἀγγειο-ίη, , ([etym.] ἄγγελος)
A message, tidings, as well the substance as the conveyance thereof, Il.18.17, Od.2.30, etc.;

ἀ. λέγουσα τάδε Hdt.2.114

; ἀγγελίην φάτο, ἀπόφασθε, ἀπέειπε, Il.18.17, 9.422, 7.416;

φέρειν 15.174

;

πέμπειν Hdt.2.114

;

ἐσπέμπειν 3.69

;

τὰς ἀ. ἐσφέρειν 1.114

, 3.77:-ἐμὴ ἀ. a report of me, concerning me, Il.19.337; ἀ. τινός a message about a person or thing, ἀγγελίην πατρὸς φέρει ἐρχομένοιο news of thy father's coming, Od.1.408; ἀνέρος αἴθονος ἀ. S.Aj.222;

ἀ. τῆς Χίου ἀφικνεῖται Th.8.15

;

ἦλθε ἀ. τῶν πόλεων ὅτι ἀφεστᾶσι Id.1.61

:

ἀ. ἦλθον ἐκ τῶν πολεμίων X.Cyr.6.2.14

; with Verbs of motion,

ἀγγελίην ἐλθεῖν Il.11.140

: [dialect] Ep. in gen.,

τευ ἀγγελίης . . ἤλυθες Il.13.252

;

ἀγγελίης οἴχνεσκε 15.640

; ἤλυθε σεῦ ἕνεκ' ἀγγελίης (i.e. ἀγγελίης σοῦ ἕνεκα) 3.206;

ἀγγελίης πωλεῖται Hes.Th.781

:—wrongly expl. by Sch.Il., Apollon.Lex. as a masc. Subst. ἀγγελίης.
2 announcement, proclamation, Pi.P.2.4: command, order, h.Cer.448, Pi.O.3.28, cf. Od.5.150, 7.263.
3 Ἀ. personified as daughter of Hermes, Pi. O.8.82.
II messenger, Ἶρις ἀ. v.l. Hes.Th.781.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγγελία — ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc/acc dual ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελίᾳ — ἀγγελίαι , ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελία — η 1. είδηση, πληροφορία, μαντάτο: Δέχτηκε ψύχραιμα την αγγελία της αποτυχίας του στις εξετάσεις. 2. διαφήμιση με τον τύπο: Το σπίτι το νοίκιασε γρήγορα με αγγελία στις εφημερίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • ἀγγελίας — ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem acc pl ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελίαι — ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιάων — ἀγγελιά̱ων , ἀγγελία message fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελίαν — ἀγγελίᾱν , ἀγγελία message fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιαφόροι — ἀγγελιᾱφόροι , ἀγγελιαφόρος messenger masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιαφόροις — ἀγγελιᾱφόροις , ἀγγελιαφόρος messenger masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιαφόρον — ἀγγελιᾱφόρον , ἀγγελιαφόρος messenger masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”